μετεγκέφαλος

μετεγκέφαλος
ο
ανατ. υποδιαίρεση τού απώτατου τμήματος τού νευρικού σωλήνα τού εμβρύου από την οποία παράγονται η γέφυρα και η παρεγγεφαλίδα τού ώριμου εγκεφάλου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μετ(α)- — και μεθ και ματα (ΑM μετ[α] , Α και μεται και πεδα ) α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής το οποίο ανάγεται στην πρόθεση / προρρηματικό μετά. Εμφανίζεται και με τη μορφή μεθ όταν το φωνήεν τού β συνθετικού δασύνεται (πρβλ. μεθ εόρτια, μεθ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”